- τοξοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επίρρ. -ώς αυτός που έχει σχήμα τόξου, αψιδωτός: Τοξοειδής γέφυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοξοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τόξου νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες») 2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον… … Dictionary of Greek
τοξοειδῆ — τοξοειδής bow shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τοξοειδής bow shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τοξοειδής bow shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγαίου, ηφαιστειακό τόξο — Τοξοειδής παράταξη ηφαιστείων του ελλαδικού χώρου, η οποία απλώνεται από την ανατολική Στερεά Ελλάδα μέχρι τον ανατολικό Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι κυρτή προς τον νότο, αποτελείται από ηφαίστεια που έδρασαν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αέτωσις — ἀέτωσις ( εως), η (Α) [ἀετός] 1. κατασκευή αετώματος 2. (για πολιορκητικές μηχανές, όπως η χελώνη) τοξοειδής, καμαροειδής οροφή … Dictionary of Greek
αγιοθύριδο — το 1. μικρό παράθυρο τού ιερού Βήματος τής εκκλησίας 2. η τοξοειδής κόγχη πάνω από την είσοδο τού ναού, όπου είναι ζωγραφισμένη η εικόνα τού επώνυμου αγίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + θυρίδι] … Dictionary of Greek
δοξαράτος — η, ο (Μ δοξαράτος, η, ον) 1. ο καμπύλος, τοξοειδής 2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δοξαράτος στρατιώτης οπλισμένος με τόξο, τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοξάρι + (κατάλ.) άτος] … Dictionary of Greek
δρεπανοειδής — ές (AM δρεπανοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδής («σελήνη δρεπανοειδής») … Dictionary of Greek
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek